Η κινηματογραφική ποίηση του Tsai Ming Liang

 

Στο κινηματογραφικό σύμπαν του Μαλαισιανού μα εγκατεστημένου στην Ταϊβάν σκηνοθέτη, το νερό, η βροχή, όλες αυτές οι σταγόνες που πέφτουν στο τσιμέντο, στην πότε άδεια και πότε γεμάτη από οχήματα άσφαλτο, στο χώμα, στις σκεπές, στα τζάμια των παραθύρων των παρκαρισμένων αυτοκινήτων της Ταϊπέι, όλο αυτό το νερό που μουσκεύει τα ρούχα των πρωταγωνιστών και υγραίνει τα μάτια μας, έχει έναν ευγενή συμβολισμό. Στις ταινίες του το νερό είναι η-αγάπη-που-μας-λείπει. Όσο περισσότερο το νερό στο καρέ τόσο μεγαλύτερη και η ανάγκη του πρωταγωνιστή να λάβει αγάπη, και φροντίδα και τρυφερότητα. Σε μια συνέντευξή του είχε δηλώσει πως βλέπει τους χαρακτήρες του ως μαραμένα φυτά, σε απόλυτη ανάγκη από νερό, επομένως φροντίζει να τους προσφέρει αρκετό, να τους δώσει όλα αυτά που έχουν σε έλλειψη.

Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει άλλος τέτοιος σκηνοθέτης σε τόσο στενή επαφή με το συναίσθημα και την ψυχογράφηση. Τις ταινίες του περισσότερο τις βιώνεις παρά τις βλέπεις, στο τέλος κάθε μία απ' αυτές καταλήγει να μοιάζει περισσότερο με εμπειρία παρά με ταινία, τον παρατηρείς καθώς έρχεται σε επαφή με κάθε πτυχή των πρωταγωνιστών, σκοτεινή ή μη, με κάθε τους κρυφή ή φανερή ανάγκη, σε πιάνει ξαφνικά μια συγκίνηση χωρίς να ξέρεις ακριβώς γιατί, δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει μα σε έχει συνεπάρει ένα συναίσθημα βαθύ και σε σέρνει, σου σφίγγει το λαιμό και σχεδόν σε πνίγει. Πολύ πριν την σκηνή στο φινάλε του Call me by your name με την συγκλονιστική ερμηνεία του Τιμοτέ Σαλαμέ, πριν απ' την εξίσου συγκλονιστική Αντέλ Ενέλ στο φινάλε του A portrait of a lady on fire, είχαμε την κυρία Κουέι Μέι Γιανγκ στο Vive l'amour, το μακρινό πια 1994, με την κάμερα να την ακολουθεί επί εννέα λεπτά, άλλοτε από κοντά, άλλοτε από μακριά, μα να την ακολουθεί, με κάθε ήχο απ' τα τακούνια της που χτυπούσαν στο δάπεδο κι αντηχούσαν στο στήθος μας, ρυθμικά, όπως η καρδιά μας. Μετά ξέσπασμα, μετά τσιγάρο. Κάτι μου προκαλούν αυτές οι ερμηνείες, πάντα αυτή η άμεση και ειλικρινής επαφή με το γυμνό συναίσθημα των πρωταγωνιστών στην τελευταία σκηνή μιας ταινίας, όπου στο καρέ δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο αυτοί κι αυτά που νιώθουν με αδειάζει, με πονάει και μου ανοίγει μια τρύπα ακριβώς στο σημείο της καρδιάς, ο,τι νιώθω βγαίνει προς τα έξω, κάθε ανάσα κι από λίγο, και αδειάζω.

Πολύς λόγος έχει γίνει για τον κύριο Liang, για τις θεματικές του, για τα σταθερά του πλάνα, τους άξονες γύρω από τους οποίους κινούνται οι ταινίες του, μοναξιά και αποξένωση, έρωτας, η λατρεία με την οποία τον αντιμετωπίζουν στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ο χρυσός λέοντας στην Βενετία, οι μη εμπορικότητα των ταινιών του, η πάντα στενή επαφή του με το queer στοιχείο με τρόπο ανεπαίσθητο, σχεδόν αόρατο, το καταθλιπτικό χιούμορ του, τίποτε από αυτά δεν είχε σημασία για εμένα στην πρώτη μας γνωριμία, βρισκόμουν σε απόλυτη άγνοια, αποφάσισα να δω το Goodbye, Dragon Inn εντελώς τυχαία εκείνη τη βραδιά, βρισκόμουν σε μια περίοδο της ζωής μου που πατούσα εντελώς στα χαμένα, είχα ανάγκη την ταινία και δεν το γνώριζα, διάβασα την σύνοψη κι αμέσως κάτι με τράβηξε σε 'κείνη, ήταν μια ενστικτώδης αντίδραση, έβαλα με ανυπομονησία να την δω, δεν είχα ιδέα ποιος είναι ο Liang, δεν είχα ιδέα τι επίδραση θα είχε στην ψυχούλα μου αυτό το φιλμ που με αγκάλιασε ζεστά, με πήρε απ' το χέρι τρυφερά και μου ψιθύρισε θέλω να κοιτάξεις προς τα κει, χάζευα τα καρέ υπνωτισμένη, σχεδόν μαγεμένη, δεν θυμάμαι αν ανέσαινα εκείνα τα ογδόντα δύο λεπτά, δεν μιλούσαν, δεν μιλούσαν στην ταινία, ογδόντα δύο λεπτά φιλμ και οι διάλογοι του σεναρίου είναι δύο γραμμές, δεν είχε σημασία, την είδα και ήθελα να μάθει όλος ο κόσμος ότι την είδα, έπρεπε σε κάποιον να το πω, ήτανε Χριστούγεννα, έκανα το ποστ εκείνα τα χαράματα που ξημέρωνε 26 του Δεκέμβρη, κι εγώ μόλις είχα ανασάνει, μετά από μήνες. Η ταινία αυτή είναι το πένθος της αποδοχής του τέλους ενός κόσμου. Όταν η μνήμη μου επαναφέρει στο μυαλό μου εκείνη τη νύχτα, μια νοσταλγία απλώνεται μέσα μου και σκέφτομαι πως, ο Liang είναι ό,τι όμορφο απέμεινε στη ζωή μου από εκείνη την περίοδο. Εκείνο το βράδυ θα μπορούσα να μετράω τα τσιγάρα στο τασάκι μου, μα δεν το έκανα, θα μπορούσα να κοιτάω τα νερά στο ταβάνι μου όσο το μυαλό μου βρισκόταν σε εμπόλεμη ζώνη, μα δεν το έκανα, πήρα την απόφαση να αφήσω τη θλίψη μου να καθίσει ήσυχα δίπλα μου, και, με την ψυχή στο στόμα, έβαλα να δω μια ταινία.

Οι επόμενοι μήνες πέρασαν με εμένα σε απόλυτη ανάγκη επαφής με τις ταινίες του Liang, με τον ίδιο τον Liang, παρακολουθούσα συνεντεύξεις του σχεδόν εμμονικά, κατέληξα να τον αγαπήσω όχι μόνο για τα φιλμ του μα και γι' αυτό που είναι, μια τρυφερή ψυχή, μια ύπαρξη που εκπέμπει ευγένεια, ζεστασιά. Ένα απόγευμα, σκρολάροντας μανιωδώς στο κινητό μου επί ώρα σε διάφορα blogs που είχαν να κάνουν γενικότερα με το Νέο Κύμα της Ταϊβάν, έπεσα πάνω σε ένα κείμενο που τον αφορούσε. Μάλιστα ήταν τόσος ο ενθουσιασμός μου γι' αυτό που διάβασα που παρήγγειλα το βιβλίο, το οποίο διαβάζω κιόλας αυτήν την περίοδο. Μεταφέρω λοιπόν, και παραθέτω το απόσπασμα, γιατί είναι τόσο όμορφο, όσο και ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

“If Tsai's queer cinema has proved to be notoriously difficult to interpret, it is perhaps because, as Kopelson argues, we fail to ask the question what's love got to do with it? (Tina Turner song title) or that we suggest nothing as the answear  (Kopelson 1994, 1). Tsai's poetics of desire is unquivocally bleak, yet the love he provides as hope cannot be dismissed as utopian either. Fassbinder “politicaly radical and highly critical of bourgeois society, but also thoroughly non utopian” (Shaviro 1993, 161) has made films with titles such as I only want you to love me (1976) and Love is colder than death (1969). Hailed in the wesrtern media as Taiwan's Fassbinder, Tsai recalls bursting out in tears in 1982, when he read about Fassbiner's death in the morning paper (Wen T'ein-hsiang, 2002, 24, 209). In an interview published in the screenplay for The River, Tsai recounts his experience of watching a Fassbinder film: “Yesterday I watched Fassbinder's Fear eats the soul again and still enjoyed it. Because its content is about encouraging people to love courageously. This in fact serves as a reminder to the people watching it. Actually everyone is not living very happily but we must still have hope”. As Tsai suggests, via Fassbinder, it is not the lack of love but the fear of love and of loving that eats the soul, cripples the human and accounts for the absense of affection. This is non utopian in the sense that love is no panacea, evidenced by Tsai's ironically titled Vive l'amour. Love may not last forever -or indeed very long- but it does offer hope. Soft and tender, it is like the kiss that barely touches the other's lips, the ray of light let into a dark room, the faint sound of birds chirping. If the lover's discourse is of an extreme solitude, it is perhaps in the extreme solitude of cinematic spectatorship and in the darkness of sight and sounf that we may find again in Tsai's queer cinema, the courage to love”. (Celluloid comrades, representations of male homosexuality in contemporary Chinese cimenas, από τον κύριο Song Hwee Lim).

     Άνθρωποι μόνοι. Τετριμμένο; Ίσως, μα την παρουσιάζει πάντα την μοναξιά των χαρακτήρων όχι μόνο ως μοναξιά καθεαυτή, μα σε συνάρτηση με την αποξένωση. Δεν είναι άνθρωποι μόνοι, είναι άνθρωποι μόνοι ανάμεσα στο πλήθος, μόνοι μες στα σπίτια τους, μόνοι όταν κάνουν σεξ ολόγυμνοι μα με μια πανοπλία να τους καλύπτει και την τελευταία σπιθαμή της ψυχής τους, μόνοι με άλλους ανθρώπους. Η βαθύτερή τους ανάγκη είναι να μηδενίσουν την απόσταση, να γεμίσουν το κενό. Είναι τόσο μεγάλη η λαχτάρα τους που προσπαθούν με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο να καταφέρουν τον σκοπό τους, ο υλικός κόσμος μπαίνει στην εξίσωση, ο τρόπος που τους παρουσιάζει να τρώνε, ή να πίνουν νερό, σαν να μην είχαν φάει ποτέ ξανά στην ζωή τους, σαν να διψούσαν για μήνες, όλα τα κάνουν πολύ, με τρόπο τραχύ και βεβιασμένο, είναι μια λύση ανάγκης μήπως και γεμίσουν το κενό τους. Παράλληλα χτίζει τις βάσεις της σύνδεσης μεταξύ του συναισθηματικού και του υλιστικού κόσμου, το σεξ πάντα ήταν εξέχουσας σημασίας στις ταινίες του, και, καταλήγει πάντα στο ίδιο σημείο. Το σεξ είναι έσχατη λύση ανάγκης επίλυσης του συναισθηματικού κενού που προκαλεί η αποξένωση, προσπαθούν να γεμίσουν τις καρδιές τους και το ξέρουν πως δεν γίνεται έτσι, δεν είναι υποκατάστατο του συναισθήματος, το κενό δεν θα μπορούσε ποτέ να γεμίσει έτσι. Καθένας απ' τους χαρακτήρες αποζητά την ανθρώπινη ανάγκη της συντροφικότητας, της σύνδεσης μέσω της αγάπης. Δεν είναι κοινωνικά αποξενωμένοι μα συναισθηματικά. Αποζητούν τρυφερότητα και στοργή και, μπορεί η αποξένωση να στάζει από κάθε σπιθαμή των κορμιών των πρωταγωνιστών, όλοι, όλοι ανεξαιρέτως νιώθουν την μοναξιά βαθιά στο δέρμα τους, την φοράνε σαν ρούχο και κυκλοφορούν με αυτήν έξω, μα το κουράγιο να αγαπάνε ενάντια σε κάθε αντιξοότητα, ενάντια στον παραλογισμό του συναισθήματος, ενάντια σε κάθε φόβο και σε κάθε συνθήκη προέρχεται πάντα από την ελπίδα να συναντήσουν, να γνωρίσουν, έστω για λίγο, την ομορφιά, έστω για λίγο να μην είναι πια μόνοι. “Η αίσθηση της ομορφιάς προέρχεται απ' τα συναισθήματα” δηλώνει ο Liang και, να πάρετε αγάπη, και να δώσετε. Αγαπηθείτε.

0 comments