Σκληρός Δίσκος VI: Twin Peaks: Fire Walk With Me, David Lynch (1992)

 

Diane, είναι έξι το απόγευμα εδώ στο Twin Peaks. Έχουν περάσει πέντε μήνες απ’ όταν έφτασα και ακόμη αισθάνομαι σαν να ονειρεύομαι. Δεν έχω ξαναδεί τόσα πολλά δέντρα στη ζωή μου. Μπορεί και να ονειρεύομαι. Μυστήρια πλάσματα με τραβάνε από το χέρι και με μεταφέρουν σε παράλληλα σύμπαντα, πίσω από κόκκινες κουρτίνες.

Η Laura ζει. Αόρατη μπροστά σε ανύποπτα μάτια, καίγεται από μια φωτιά που σιγοκαίει μέσα της. Περιφέρεται, αιθέρια και αψεγάδιαστη, στους διαδρόμους του σχολείου. Δίνει κρυφά ραντεβού, γεμάτα υποσχέσεις, στα θύματα της ομορφιάς της, που την προσκυνούν σα βασίλισσα. Στα πόδια της, όμως, τις νύχτες, σέρνεται, σα φίδι, εκείνος. Δεν τον καλεί, ή τουλάχιστον έτσι νομίζει. Δε θυμάται πια. Μέσα στο σκοτάδι, προσπαθεί να καταλάβει, όσα της φανέρωσε ξεδιάντροπα το φως της μέρας. Δε θέλει να επιβεβαιωθεί. Ποιός θα την πιστέψει, άλλωστε; Γράφει: «Ημερολόγιο, δεν μπορώ πια να σε εμπιστευτώ. Ούτε καν εσένα, που μέχρι σήμερα ήσουν ο πιο εχέμυθος ακροατής μου. Κάποιος παραβίασε το τελευταίο μου οχυρό. Πρέπει να σε προστατεύσω, για να σώσω τον εαυτό μου από εκείνον. Με θέλει. Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω… αν θα μπορέσω… Φοβάμαι.»

Φοβάμαι, Diane, ότι κάτι πολύ αλλόκοτο συμβαίνει εδώ. Χθες ονειρεύτηκα έναν κήπο φυτεμένο με μπλε τριαντάφυλλα. Στην προσπάθειά μου να κόψω ένα, τεντώθηκε απότομα προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε στο αυτί κάτι σε μια ακατανόητη γλώσσα. Έπειτα, όλα τα τριαντάφυλλα έπεσαν κάτω. Αιωρήθηκα, για λίγο, πάνω από το πρωτόγνωρο θέαμα, που σχημάτιζε ένα μοτίβο από αλλεπάλληλα ζιγκ-ζαγκ. Και ύστερα ξύπνησα.


Στο σαλόνι του σπιτιού της, η Laura προσθέτει τη δική της πινελιά στο έργο, που άφησε μισοτελειωμένο η μητέρα της, σβήνοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, στο ασφυκτικά γεμάτο τασάκι, δίπλα στον καναπέ. Η φωτογραφία της τής χαμογελάει ειρωνικά. Το χαμόγελο εγκαταλείπει το πρόσωπό της στο ημίφως του μπαρ, καθώς χορεύει γυμνή στην αγκαλιά ακόμη ενός άγνωστου άντρα. Η μουσική καλύπτει με το πέπλο της λέξεις που δεν πρέπει να ακουστούν, αλλά ξεγλιστράνε από στόματα που χάσκουν από ευφορία και ηδονή. Την επόμενη νύχτα την περνάει μαζεύοντας από το χώμα τις σκόνες και τα κομμάτια της, γελώντας υστερικά στη θέα ενός πτώματος. Δεν μπορεί να νιώσει τίποτα έξω από τον εαυτό της. Όλες της οι σχέσεις καταδικάστηκαν σε ισόβια συναισθηματική φυλακή, απ’ όταν κλονίστηκε ανεπανόρθωτα η πιο ιερή. Και οι άγγελοι δεν μπορούν να τη βοηθήσουν.

Diane, νομίζω ότι μπορώ να τη φυγαδεύσω. Το δάσος είναι καταπληκτική κρυψώνα. Κοιτάει προς το μέρος μου κι ύστερα τρέχει μακριά και χάνεται στην πυκνή βλάστηση και τη χαρούμενη παραίσθηση ενός κόσμου, φτιαγμένου, κατά παραγγελία, διεξόδου από την εφιαλτική πραγματικότητα, που χωρίς να το αντιληφθεί, την ακολούθησε και τρύπωσε στο καταφύγιό της, σκορπίζοντας τρόμο και βυθίζοντάς την στα πιο βαθιά νερά. Είναι νεκρή, Diane, αλλά σε ένα όνειρο στέκεται δίπλα μου και χαμογελάει, όπως στη φωτογραφία και δεν είμαι σίγουρος αν την έσωσα εγώ ή οι άγγελοί της. Καταλαβαίνεις;

0 comments