Νύχτες Πρεμιέρας 2022: Οι πρώτες μέρες και οι πρώτες εντυπώσεις

Πέρασε λοιπόν αισίως το πρώτο τετραήμερο του Φεστιβάλ, ενός φεστιβάλ που καλύπτω πρώτη φορά ως δημοσιογράφος και είμαι πολύ χαρούμενος για αυτό. Χαρούμενο όμως αυτές τις ημέρες ήταν και το κοινό, το οποίο με τα καλά και τα κακά του στήριξε σε μεγάλο βαθμό τις προβολές μέχρι τώρα και μένει να φανεί αν αυτό είναι κάτι που θα συνεχιστεί στον ίδιο βαθμό, μετά τον όποιο αρχικό ενθουσιασμό, αλλά και τους "μεγάλους" τίτλους που έκαναν γκελ στο μυαλό και στα μάτια.

Σε τούτο το κείμενο, όπως και στις επόμενες ανταποκρίσεις που θα ακολουθήσουν, θα προσπαθήσω να καλύψω όσο πιο περιεκτικά γίνεται τα φιλμ που είδα, δίνοντας σας παράλληλα και το vibe που λαμβάνω εγώ πριν και μετά τις ταινίες. Οι Νύχτες Πρεμιέρας είναι άλλωστε ένας ολοζώντανος οργανισμός που επιχειρεί κάθε χρονιά να δώσει χρώμα και ένταση στο κέντρο της πρωτεύουσας και αυτό συμβαίνει και φέτος.

Η αρχή έγινε την Πέμπτη με τη "Λίμνη Φάλκον" μια πολύ γλυκιά και συνάμα αστεία ταινία στην οποία παρακολουθούμε από απόσταση αναπνοής τον πρώτο έρωτα του 14χρονου Μπαστιεν και της μεγαλύτερης και πιο έμπειρης Κλόε, κατά τη διάρκεια των θερινών τους διακοπών στη λίμνη Φάλκον, του Καναδά. Είναι εντυπωσιακό το πως η Σαρλότ λε Μπον συνδυάζει εδώ στοιχεία από την καλοκαιρινή ραστώνη του Γκουαντανίνο και από την τρυφερότητα της Σελίν Σιαμά, χαρίζοντας μας μια απλή, αλλά ταυτόχρονα ευρηματική ερωτική ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα. Παρόλα αυτά, αν και τα κάνει όλα σωστά επιλέγει ένα αμφιλεγόμενο τέλος, μετά την συναισθηματική κορύφωση της ταινίας που αφήνει μια περίεργη τελική επίγευση, στερώντας της με αυτή την επιλογή μια πραγματικά σπουδαία ταινία.

Από την άλλη πλευρά το πιο απαιτητικό "Βραχονήσι", κατέληξε τελικά να με ικανοποιήσει σε μεγαλύτερο βαθμό, αφού ωριμάζει καθώς περνάει η ώρα και φαίνεται να βρίσκει την ταυτότητα του μετά το αναγνωριστικό πρώτο μισάωρο που υπάρχει καθολική απουσία διαλόγων. Εδώ, μια φυσιοδίφης μελετά ένα σπάνιο λουλούδι σε ακατοίκητο νησί της Κορνουάλης, εν έτει 1973, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα την ίδια μονότονη ρουτίνα εργασιών, ενώ την ίδια ώρα έρχεται αντιμέτωπη με τα φαντάσματα του παρελθόντος που καταδιώκουν την ίδια, αλλά και το "καταραμένο" νησί. Το ρεαλιστικό σινεμά, μπλέκεται με το φανταστικό, δημιουργώντας ένα χαοτικό συνονθύλευμα που πραγματεύεται εκτός των πολλών άλλων, την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

Λίγες ώρες μετά το "Βραχονήσι", σειρά είχε το "1976" ένα πολιτικό θρίλερ που διαδραματίζεται στη Χιλή του Πινοσέτ. Πρωταγωνίστρια εδώ είναι η Κάρμεν, μια γυναίκα που ξαφνικά βρίσκεται μπλεγμένη σε ένα αόρατο κυνηγητό, ανάμεσα στους επαναστάτες και τους καταδότες της εξουσίας, βάζοντας σε κίνδυνο την ήσυχη και ασφαλή ζωή της. Το ολοκληρωτικό καθεστώς, δεν φαίνεται ποτέ άμεσα, αλλά παραμονεύει διαρκώς, δημιουργώντας έτσι μια ασφυκτική ατμόσφαιρα που είναι έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. Ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά της Μανουέλα Μαρτέλι, που κατασκευάζει ένα πέρα για πέρα ρεαλιστικό σύμπαν, δίχως φανφάρες.

Τελευταία ταινία του Διεθνούς Διαγωνιστικού μέχρι τώρα, "Οι Δύο Σταθμοί" από το Μεξικό, ένα φιλμ που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό αισθητικά και θεματικά τη "Νύχτα της Φωτιάς" που βραβεύτηκε στο περυσινό φεστιβάλ. Όμως εδώ σε αντίθεση με την περίπτωση της Τατιάνα Χουέζο, έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία μη δουλεμένη και ανέμπνευστη που δεν μας κάνει σοφότερους στο τέλος, αφού λέει τα ίδια και τα ίδια περί της τιμωρίας του άπληστου ανθρώπου από τη φύση, προσπαθώντας παράλληλα να καλύψει τα πολλά της κενά με τρικς εντυπωσιασμού. Μεγάλο κρίμα, αφού το μονοπλάνο της οργάνωσης της γραμμής παραγωγής στο εργοστάσιο παραγωγής Τεκίλα είναι για σεμινάριο, αλλά τι να το κάνεις...

Στα των ντοκιμαντέρ, η αρχή για εμένα έγινε με την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του "Σπιτιού της Σουζάνα", έναν χώρο όπου έβρισκαν προσωρινό καταφύγιο, και ζούσαν Σαββατοκύριακα της ζωής τους, άντρες crossdressers, κατά τα 60s'. Δυστυχώς και παρά τα ενδιαφέροντα και σημαντικά που μαθαίνει κάποιος παρακολουθώντας το, σαν ντοκιμαντέρ είναι άνισο, όντας κάποιες φορές βαρετά ακαδημαϊκό και άλλες υπερβολικά συγκινητικό. Να σημειωθεί πως πρόκειται για τη μόνη ταινία που είδα μέχρι τώρα και απέσπασε το χειροκρότημα του κοινού, δίχως την παρουσία δημιουργών στην αίθουσα.

Στο "Ενεχυροδανειστήριο" από την άλλη παρακολουθούμε την καθημερινότητα μιας επιχείρησης στα πρόθυρα της κατάρρευσης, την οποία διοικούν η Γιόλα και Βίεσικ που συνεχώς τσακώνονται μεταξύ τους για την απουσία χρημάτων. Παρόλα αυτά, όσο γραφικοί (στα όρια καρικατούρας) κι αν είναι οι δύο πρωταγωνιστές έχουν και ευαίσθητη πλευρά, η οποία μάλιστα υπερισχύει αφού βοηθούν διαρκώς τους συνανθρώπους τους, που βρίσκονται σε ανάγκη. Μια μεστή καταγραφή της πραγματικότητας των λαϊκών στρωμάτων της Ανατολικής Ευρώπης, που ζουν στο όριο της φτώχιας και πολλές φορές κάτω από αυτό. Ένα ντοκιμαντέρ που έχει τις στιγμές του και μεταβαίνει εύκολα από το αστείο στο σοβαρό, αλλά αδυνατεί να κάνει το ξεπέταγμα, με αποτέλεσμα στην πλειοψηφία των σκηνών του να παραμένει επιφανειακό.

Στην αναμονή λοιπόν για την πραγματικά σπουδαία ταινία του Φεστιβάλ θα παραθέσω το προσωπικό μου highlight μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο. Περιμένοντας να αρχίσει ο "Αρχικηπουρός" του τεράστιου Πολ Σρέιντερ, ο οποίος άγγιξε τα όρια του αριστουργήματος, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε, ακούω τυχαία τη συνομιλία ενός συν- θεατή στο τηλέφωνο που κάθεται ακριβώς πίσω μου. Για να μην τα πολυλογώ πιεσμένος από τη δουλειά του είχε βγει μια βόλτα και έπεσε πάνω στο Δαναό, έξω από τον οποίο υπήρχε κόσμος που περίμενε να μπει στις προβολές που ακολουθούσαν. Δίχως να ξέρει περί τίνος πρόκειται πήγε στο ταμείο, αγόρασε εισιτήριο και μπήκε στην αίθουσα, τόσο απλά. 

"Από το να καθόμουν και να κοιτάω τους τοίχους στο σπίτι μου βγήκα μια βόλτα και τώρα βρίσκομαι μέσα στην αίθουσα. Νύχτες Πρεμιέρας λέει, Φεστιβάλ, είχε κόσμο απ' έξω χαρούμενο, τι όμορφη που είναι η Αθήνα. Αν το ήξερα πως ο Δαναός πέφτει τόσο κοντά στο σπίτι μου θα ερχόμουν πιο συχνά, τον είχα στο μυαλό μου ότι είναι πολύ πιο ψηλά. Είχα έρθει εδώ πριν 20 χρόνια για ένα αφιέρωμα στον Ταρκόφσκι..."

Και συμπληρώνω εγώ, αν αυτό δεν είναι μια επιτυχία για το φετινό Φεστιβάλ και τις σκοτεινές αίθουσες που έχουν πονέσει τόσο τα τελευταία χρόνια, τότε δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να είναι...

0 comments