Speak No Evil: Παθητικότητα και διαστροφή

 

Το Speak No Evil, σε σκηνοθεσία του κυρίου Christian Tafdrup, το οποίο προβλήθηκε πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Sundance τον Ιανουάριο του προηγούμενου έτους, (μάλιστα η ταινία έκανε και το πέρασμά της από το δικό μας Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ως πρεμιέρα στη χώρα μας), δεν είναι απλά ανάμεσα στις καλύτερες χόρορ ταινίες του 2022, είναι, και το δηλώνω τουλάχιστον προσωπικά, στις καλύτερες ταινίες για το 2022.

Αυτό το Δανέζικης παραγωγής βραδύκαυστο χόρορ διαμαντάκι, κάπως με αρρώστησε, κάπως μετά το είδα στον ύπνο μου. Όσο το παρακολουθούσα μου προκάλεσε έναν τρόμο απ' αυτόν που ξέρεις ότι κάτι ανεβαίνει στη ραχοκοκαλιά σου, μα δεν μπορείς να το σταματήσεις. Αυτό ένιωθα. Ότι κάτι έρχεται για μένα, ότι όλοι οι φόβοι θα πραγματοποιηθούν.

Στην αρχή, πριν την κλιμάκωση των τελευταίων τριάντα λεπτών της ταινίας, αισθανόμουν την ταινία κάτω από το δέρμα μου, ήξερα ότι αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι δυσάρεστο, ήξερα ότι η ήδη προϋπάρχουσα δυσφορία θα μετατραπεί σε φρίκη, σε αηδία, η οργή μου θα γίνει απελπισία. Ήθελα να φωνάξω. Ήθελα να τους φωνάξω. Να τους τα ψάλω. Γιατί όχι, δεν ήταν χαζοί, αυτό ήταν που με εξόργισε περισσότερο, ότι δεν ήταν χαζοί.

Ως πού μπορεί να φτάσει η ευγένεια; Πιο συγκεκριμένα, ως πού μπορεί να φτάσει η αστική ευγένεια; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, είναι αστοί, με όλα τα κουτάκια τους τσεκαρισμένα και όλα τους τα θέματα λυμένα. Ζουν στη Δανία μια ζωή ήσυχη, ήρεμη, όλα κυλούν ομαλά. Μέχρι που παίρνουν την απόφαση να αποδεχτούν μία πρόσκληση να περάσουν το ΣΚ τους μαζί με ένα ζευγάρι που γνώρισαν στις διακοπές που έκαναν το καλοκαίρι στην Ιταλία. Το ζευγάρι ζει στην γειτονική Ολλανδία, το σκέφτονται, και τελικά, πηγαίνουν.

Η παθητικότητά τους είναι αρρωστημένη. Η μη επικοινωνία στο μεταξύ τους κομμάτι είναι φανερή, θαρρώ είναι επίτηδες εκεί, για να υπογραμμίσει την αποξένωση που επικρατεί ανάμεσά τους. Αγαπιούνται ναι, μα, δεν επικοινωνούν. Πώς θα μπορούσαν εξάλλου, η ζωή τους είναι με τέτοιο τρόπο δομημένη που δεν χρειάζεται η παραμικρή προσπάθεια από μέρους τους για το οτιδήποτε. Είπαμε, αστοί. Τους είναι όλα τόσο στρωμένα, τους είναι όλα τόσο εύκολα, που κάπως έχουν σταματήσει να αλληλεπιδρούν, να αντιδρούν, να σκέφτονται. Επομένως η παθητικότητα εξηγείται μέχρι ένα βαθμό. Κι όσο η ταινία ξεδιπλώνεται με αυτόν τον ρυθμό τον απόλυτα κι ολοκληρωτικά αργό, και νιώθεις στην ατμόσφαιρα τη φρίκη να σε πλησιάζει, αναγνωρίζεις την παράνοια της μη αντίδρασης, την αρρωστημένη αποδοχή ότι όλα θα πάνε λάθος. Σαν να σε πλησιάζουν με ένα πιστόλι και να σου το κολλάνε στον κρόταφο σε slow motion. Κι εσύ απλά κοιτάς, βλέπεις το κάθε λεπτό που περνάει με τα μάτια σου και νομίζεις πως διαρκεί χρόνια, έχεις παρακολουθήσει ακόμη και την παραμικρότερη κίνηση της επερχόμενης καταστροφής και όταν τελικά αυτή έρχεται πιστεύεις πως έχουνε περάσει ολόκληρες ζωές. Θα τους πάρει άλλα δέκα χρόνια να πατήσουν την σκανδάλη, κι εσύ τους αφήνεις.

Συζητούσα με μια πολύ καλή μου φίλη περί της ταινίας, αγαπάει το χόρορ πολύ, περισσότερο από εμένα, και ήμασταν και οι δύο εξοργισμένες με τις αποφάσεις τους. Σε κάποια φάση μου είχε πει "μα καλά είναι δυνατόν εκεί να μην......; Θα τους είχα δαγκώσει το λαρύγγι. Δεν είναι ζωντανοί αυτοί. Γ....μένα ζόμπι."

Όντως, έτσι έμοιαζαν, λες και ήταν σε λήθαργο, ήταν σε λήθαργο και τίποτα απολύτως δεν μπορούσε να τους αφυπνίσει, και, το πιο τρομακτικό σε όλη αυτή την ταινία είναι ότι δεν τους συνέβη το τάδε ή το δείνα, είναι ότι επέτρεψαν να τους συμβεί. Είσαι ζωντανός! Είναι δυνατόν; Είσαι ζωντανός! Κάνε κάτι επιτέλους!

0 comments