Σκοτεινοί detectives και neo-noir - Κατασκευάζοντας ένα “νέο” κινηματογραφικό υποείδος

 

Όταν ακούμε τις λέξεις “film noir”, οι εικόνες που μας έρχονται στο μυαλό μας είναι πολύ συγκεκριμένες. Σκληροί ντετέκτιβς, βασανισμένοι ήρωες, φαμ φατάλ συμπρωταγωνίστριες, μεγάλες και σκοτεινές πόλεις με έντονη εγκληματική δραστηριότητα και όλα αυτά αποτυπωμένα σε ασπρόμαυρο φιλμ παραγωγής των δεκαετιών του 1940 και του 1950. Το film noir είναι ξεκάθαρα ένα λατρεμένο υποείδος του crime fiction και ίσως για αυτό έχει προστατευτεί από ένα αδιαπέραστο χρονικό “τείχος”. Αυτό σημαίνει πως όσο και αν προσπαθήσει κάποιος σύγχρονος σκηνοθέτης και όσες παλιές τεχνικές και αν χρησιμοποιήσει σε μια ταινία, με σκοπό να δώσει μια αίσθηση αυθεντικότητας της νουάρ εποχής, τον τίτλο “film noir” είναι σχεδόν αδύνατον να τον κερδίσει το έργο του. Για αυτό το λόγο, λοιπόν, όλες οι ταινίες που κυκλοφορούν από το 1960 και μετά και περιέχουν film noir στοιχεία, μπαίνουν αυτόματος στη “neo-noir” κατηγορία. Αν κοιτάξουμε, όμως, τις ταινίες στις οποίες έχει κολλήσει το “neo-noir” αυτοκόλλητο πάνω, θα παρατηρήσουμε πως το συγκεκριμένο υποείδος είναι μια πολύ πιο ευρεία κατηγορία από αυτή που περιγράφει το κλασικό film noir. Μπορεί αυτό που αλλάζει μεταξύ των neo-noir ταινιών, σε πολλές περιπτώσεις, να είναι μόνο ένα συγκεκριμένο στοιχείο, αλλά αυτό το στοιχείο είναι συνήθως αρκετά κρίσιμο έτσι ώστε δυο neo-noir ταινίες να μοιάζουν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.

Το Chinatown (1974) και το L. A. Confidential (1997), είναι ταινίες που διαδραματίζονται στις πιο χαρακτηριστικές noir δεκαετίες του 40’ (τέλη 30’) και του 50’ αντίστοιχα, με τις θεματικές τους να ακολουθούν πιστά αυτές του noir είδους. Το γεγονός, όμως, πως κυκλοφόρησαν πολλές δεκαετίες μετά την εποχή του noir, τις “υποχρεώνει” να μπουν στην ίδια κατηγορία με άλλες, πολύ διαφορετικές ταινίες. Από την άλλη, ταινίες όπως το Brick (2005) και το Blue Velvet (1986) μιμούνται το film noir σχεδόν σε σημείο που φαίνεται πως ακολουθούν μια λίστα από μοτίβα του είδους, αλλά διαδραματίζονται σε σύγχρονη, για την κυκλοφορία τους, εποχή. Οι πρωταγωνιστές τους είναι αθώοι νέοι με μια αυξημένη και αφελή αίσθηση ηθικής, που εμπλέκονται μέσα σε πολύ σκοτεινές, ανήθικες και ώριμες, για την ηλικία τους, υποθέσεις. Αυτό δημιουργεί μια αντίθεση που καταφέρνει και εντείνει τις θεματικές του noir και, ταυτόχρονα, μας δείχνει τη διαχρονικότητα του είδους και πως ακόμα και με κάποιες τεράστιες αλλαγές, το είδος μπορεί να λειτουργήσει εξίσου δυναμικά. Έτσι, με μία γρήγορη ματιά, μπορούμε να δούμε πως υπάρχουν τουλάχιστον δύο υποκατηγορίες του neo-noir. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι απαραίτητη η απόδοση συγκεκριμένων ονομάτων στις υποκατηγορίες αυτές, μιας και τα είδη στον κινηματογράφο είναι μια πολύ αυθαίρετη έννοια και ο καθένας μπορεί να ορίσει και να κατηγοριοποιήσει τις ταινίες όπως θέλει, πόσω μάλλον οι δημιουργοί τους. Υπάρχει, όμως, ένα υποείδος που αν ήταν στο χέρι μου θα έπρεπε να πηγαίνει πλάι πλάι με άλλα υποείδη τα οποία ορίζονται από πολύ συγκεκριμένα στοιχεία, όπως το whodunnit, το Giallo και το κατασκοπικό.

Το detective υποείδος υπάρχει στον κινηματογράφο σχεδόν από τη δημιουργία του και έχει αποκτήσει πολλές μορφές, καθώς έχει αναμειχθεί με κάθε πιθανό είδος τον τελευταίο αιώνα. Υπάρχει, όμως, ένα πολύ συγκεκριμένο πάντρεμα μεταξύ του detective με το neo-noir που δημιουργεί κάτι πολύ ιδιαίτερο. Αυτή η σύνδεση, μεταξύ των δύο ειδών, αποκλείει το detective υποείδος από τις πιο αθώες “σερλοκχολμικές” του ρίζες και, ταυτόχρονα, περιορίζει το neo-noir σε ιστορίες όπου οι πρωταγωνιστές τους είναι όργανα του νόμου με υποθέσεις που αφορούν κυρίως εξαφανίσεις και δολοφονίες. Ταινίες όπως το Insomnia (2002) και το Prisoners (2013) έχουν ως πρωταγωνιστές ανθρώπους που βρίσκονται με τη μεριά του νόμου και έρχονται αντιμέτωποι με σκοτεινές υποθέσεις που αγγίζουν τον ψυχολογικό τρόμο. Οι πρωταγωνιστές τους είναι συνήθως συναισθηματικά φορτισμένα άτομα που αντιμετωπίζουν τους δικούς τους δαίμονες και, πολλές φορές, επιτρέπουν την προσωπική τους ζωή και τις προσωπικές τους προκαταλήψεις να εμπλακούν στην υπόθεση, με τις συνέπειες να είναι καταστροφικές. Η λύση του εγκλήματος, για αυτούς, μετατρέπεται σιγά σιγά σε σκοπό ζωής, φέρνοντας τους σε σημείο που το να διαπράξουν και οι ίδιοι εγκλήματα, με σκοπό την επίλυση πιο σημαντικών, σύμφωνα με αυτούς, υποθέσεων, είναι ο μόνος δρόμος. Τέτοιες ταινίες έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο αργό και μεθοδικά βασανιστικό ρυθμό εξέλιξης της πλοκής, παραλληλίζοντας την μεθοδικότητα των εγκληματιών που κρύβονται πίσω από τις υποθέσεις. Οι εγκληματίες, που τις περισσότερες φορές είναι κατά συρροή δολοφόνοι, είναι οι ντεφάκτο ανταγωνιστές της πλοκής, παρουσιάζονται ως ιδιοφυείς ενορχηστρωτές λεπτομερών εγκλημάτων και η αντιμετώπιση τους αποτελεί την αφηγηματική κορύφωση της ταινίας, ακόμα και αν καταφέρουν και βγουν κερδισμένοι. Επίσης, η χαρακτηριστική κρύα ατμόσφαιρα, με τις αποχρώσεις του μπλε να κυριαρχούν, κάνουν τις ταινίες αυτές να νιώθουν στερημένες από ζεστά ανθρώπινα συναισθήματα. Τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να τα ομαδοποιήσουμε σε ένα ξεχωριστό είδος, μιας και υπάρχουν δεκάδες ταινίες που περιγράφονται από αυτά. Προς το παρόν, μια ονομασία που θεωρώ πως θα του ταίριαζε, είναι το “dark detective”, ώστε να μπορεί να διαφοροποιείται από το υπόλοιπα.

Πολλοί καταξιωμένοι σκηνοθέτες έχουν από τουλάχιστον μια τέτοια, dark detective, ταινία στη φιλμογραφία τους, όπως ο Martin Scorsese με το Shutter Island (2010) και ο Bong Joon-ho με το Memories of Murder (2003). Υπάρχουν, όμως, και κλασικές, πλέον, ταινίες όπως το The Silence of the Lambs (1991), που φαίνεται να έθεσαν τα θεμέλια για το είδος και άνοιξαν τον δρόμο για μία πιο χαρακτηριστική απεικόνιση φρικτών εγκληματιών στον κινηματογράφο. Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν έχει βουτήξει τόσο βαθιά στο είδος αυτό, βέβαια, όσο ο David Fincher. Το Se7en (1995) είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική ταινία αυτού του “νέου” υποείδους, με την σκοτεινή και ψυχρή ατμόσφαιρα και τα mind games μεταξύ ντετέκτιβ και εγκληματία να την κινούν μέχρι τέλους. Ο Fincher κατάφερε να μετατρέψει μέχρι και αληθινά γεγονότα σε μια ταινία τρομερού σασπένς και ματαιότητας, με το Zodiac (2007), ενώ με το The Girl with the Dragon Tattoo (2011), ο σκηνοθέτης κατάφερε να φτιάξει ένα σκανδιναβικό neo-noir καλύτερα ακόμα και από τους Σκανδιναβούς. Νιώθω το χρέος να αναφέρω μερικές ακόμα ταινίες που ταιριάζουν στην ίδια λίστα με τις παραπάνω ταινίες, όπως το υπνωτικό Cure (1997), ένα ιαπωνικής παραγωγής σκοτεινό ντετεκτιβικό αριστούργημα, το οποίο παίζει με το μυαλό σου μέχρι και το τελευταίο λεπτό. Το κορεατικό I Saw the Devil (2010), που παίρνει μια πιο εκδικητική προσέγγιση στο είδος, αλλά και το φετινό The Batman (2022), που μπορεί να είναι σούπερ ηρωική ταινία ως ένα βαθμό, αλλά δανείζεται πολλά από τον Φίντσερ και το είδος.

Υπάρχει, λοιπόν, σίγουρα ένα ενδιαφέρον από κάθε είδους σκηνοθέτη που προέρχονται από κάθε μεριά της γης, στο να δημιουργήσουν τέτοιες, σκοτεινές, ταινίες. Το να τοποθετείς ανθρώπους με τελείως διαφορετικές αρχές, ηθικές και κοσμοθεωρίες οδηγεί σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες και σε μερικές από τις πιο ψυχολογικές μελέτες χαρακτήρων στην τέχνη. Ελπίζω πως σαν “είδος” είναι κάτι που διάφοροι ταλαντούχοι σκηνοθέτες θα εξερευνήσουν, στο μέλλον, ακόμα περισσότερο. 

0 comments