Επιστροφή στη Σεούλ: Ένα ατέρμονο συναισθηματικό αδιέξοδο


Η 25χρονη Φρέντι ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Νότια Κορέα όπου γεννήθηκε πριν δοθεί για υιοθεσία και μεγαλώσει στη Γαλλία, σε μια παρόρμηση να επανασυνδεθεί με την καταγωγή της και έχοντας ως σκοπό την αναζήτηση των βιολογικών γονιών της. Σε μια χώρα για την οποία δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα, γνωρίζει πολλές διαφορετικές ζωές και όλους τους ανθρώπους που δεν θα γίνει ποτέ, και η ζωή της παίρνει νέες, απρόσμενες κατευθύνσεις.

Πολυβραβευμένο και πολυσυζητημένο –όχι άδικα όπως θα καταλάβετε παρακάτω – το «Return to Seoul» του Ντέιβι Τσου απέσπασε τη Χρυσή Αθηνά στις πιο πρόσφατες Νύχτες Πρεμιέρας και υπήρξε η επίσημη πρόταση της Κάμποτζης για την κατηγορία της διεθνούς ταινίας. Αρκετό καιρό πριν βέβαια, είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στις Κάννες (περίπου πέρυσι τέτοια εποχή) όπου και έκλεψε τις εντυπώσεις. Έφτασε λοιπόν η στιγμή να τη δούμε και εμείς στις αίθουσες της χώρας, χειμερινές και θερινές σε περίπτωση που δεν το πήρατε χαμπάρι!

Το φιλμ χωρίζεται σε 3 μέρη τα οποία παρουσιάζονται μεν άνισα ως προς τη χρονική τους διάρκεια, αλλά κατέχουν συνάμα το καθένα ξεχωριστά, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, όντας όλο και πιο σκοτεινά. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, καταλαβαίνουμε πως η Φρέντι είναι μια νέα ενθουσιώδης γυναίκα με ανεξάντλητο πάθος για ζωή, έχοντας αυτή τη φοιτητική ξεγνοιασιά που κριτίκαρε εντελώς άστοχα ο αγαπημένος τραγουδοποιός, ο οποίος τείνει να ξεχνά ολοένα και περισσότερο τις καταβολές του. Αλλουνού παπά ευαγγέλιο αυτό όμως.

Μέσα στον γενικότερο αυθορμητισμό της και χωρίς να προλάβει καλά καλά να το συνειδητοποιήσει, θα βρεθεί στο κέντρο υιοθεσίας όπου και αφέθηκε 25 χρόνια πριν, με σκοπό να εντοπίσει τους βιολογικούς της γονείς και να λάβει όσο πιο ικανοποιητικές απαντήσεις είναι δυνατόν στα αναπάντητα ερωτήματα που την συντροφεύουν από όταν θυμάται τον εαυτό της. Κάπως έτσι θα βιώσουμε ένα διπλό οδοιπορικό, αρχικά στην επαρχία της Κορέας και στη συνέχεια στο βάθος του χρόνου επί μια επταετία κατά την οποία η Φρέντι θα βιώσει την καθυστερημένη ενηλικίωση της.

Η «Επιστροφή στη Σεούλ» είναι μια ταινία γυρισμένη με άπλετη δεξιοτεχνία και ξεκάθαρο σκηνοθετικό προσανατολισμό από την αρχή ως και το τέλος της. Τα δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες μικρά μονοπλάνα έχουν ουσία και λόγο ύπαρξης, την ίδια ώρα που κάθε κίνηση της κάμερας φαίνεται να είναι προμελετημένη και προσχεδιασμένη εξαρχής.

Σ’ όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η εντυπωσιακή ερμηνεία της πρωτοεμφανιζόμενης Παρκ Τζι-Μιν, η οποία εναλλάσσει τη διάθεση της διαρκώς, ωριμάζοντας παράλληλα σεκάνς με τη σεκάνς, χρόνο με το χρόνο (για το timeline της ταινίας) και λεπτό με το λεπτό (για το timeline του θεατή) αντίστοιχα. Μαζί της όμως ωριμάζουμε και εμείς, αφού γινόμαστε μάρτυρες μιας ολοκληρωμένης ψυχογράφησης της Φρέντι, την οποία κατανοούμε και συμπονούμε όλο και πιο πολύ φτάνοντας στην τρίτη πράξη.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά και για να ξεκαθαρίσουμε πως μιλάμε για μια ταινία με περίσσιες αρετές, περί τα 80 λεπτά λαμβάνει χώρα η πολυπόθητη συναισθηματική κορύφωση και εκεί γίνεται ευκόλως πλέον αντιληπτό ότι πρόκειται για μια δουλειά σκηνοθέτη και πιο συγκεκριμένα ημιβιογραφική, αφού στην ουσία παρακολουθούμε τη ζωή του Τσου παραλλαγμένη και εμπλουτισμένη, όπου με απειροελάχιστα μέσα και μια ασάλευτη πλέον κάμερα παραδίδει μια βαθύτατα αξιομνημόνευτη και συγκινητική σκηνή.

Μπορεί έπειτα από μερικές στιγμές να αυτοαναιρείται μερικώς, πέφτοντας ηθελημένα (;) στο κλισέ του ανεξάρτητου σινεμά με τα αμφιλεγόμενα και φλου φινάλε, αλλά αυτή του η επιλογή δεν μειώνει σε μεγάλο βαθμό την πραγματική αξία του έργου. Εν ολίγοις, η «Επιστροφή στη Σεούλ» είναι ένα ατέρμονο αδιέξοδο, αφού πολύ χαρακτηριστικά η αφετηρία και ο τερματισμός καταλήγουν να βρίσκονται στο ίδιο σημείο, όπως στη monopoly.

Σε αντίθεση με τη monopoly όμως και την πεζότητα που την περιβάλλει, εδώ μιλάμε για ένα οπτικοποιημένο ποίημα που ισορροπεί ανάμεσα στο αληθινό και το ονειρικό και μας προσκαλεί μαζί με την προσωπική αναζήτηση της Φρέντι να κάνουμε και εμείς μια ενδοσκόπηση μέσα μας, μήπως και μπορέσουμε κάποια στιγμή να βρούμε τους πολυπόθητους συνδετικούς κρίκους… Και όταν και εάν τους βρούμε, μετά έχει ο θεός ή καλύτερα ο άνθρωπος…

Παραθέτω το άκρως ενδιαφέρον σκηνοθετικό σημείωμα:

"Γεννήθηκα στη Γαλλία από γονείς γεννημένους στην Καμπότζη. Πήγα για πρώτη φορά εκεί όταν ήμουν 25 ετών. Η σχέση μου με τη χώρα ήταν παρόμοια με αυτή της Φρέντι με τη Νότια Κορέα στην αρχή της ταινίας. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτή η επιστροφή στις ρίζες μου θα ταρακουνούσε τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου, το ποιος είμαι. Η ζωή σε κάνει να αναδιαμορφώνεις την ταυτότητά σου, καθώς και τη σχέση σου με τον κόσμο και τον εαυτό σου. Η προοπτική που με ενδιέφερε, από τη σκοπιά μου ως γαλλοαναθρεμμένου σκηνοθέτη, ήταν ο δρόμος που ακολουθεί μια γυναίκα που αρνείται συνεχώς να ενταχθεί σε προκαθορισμένες κατηγοριοποιήσεις ή να αφήνει άλλους να μιλούν για εκείνη. Η Φρέντι περνά τον χρόνο της ανακαλύπτοντας τον εαυτό της, επαναπροσδιορίζοντας τον εαυτό της και επιβεβαιώνοντας ξανά τον εαυτό της. Αυτό είναι το παγκόσμιο θέμα της ταυτότητας. Ποιος είμαι; Ποια είναι η θέση μου; Πού στέκομαι σε σύγκριση με άλλους;

Πάντα με συγκινούσαν οι ταινίες που αφηγούνται ολόκληρες ζωές. Σε κάθε ένα από τα τρία μέρη της ταινίας, βλέπουμε τη Φρέντι σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή της ζωής της. Αυτά τα διαδοχικά στρώματα ύπαρξης δίνουν βάθος στον χαρακτήρα. Ήθελα να προκαλέσω και να αντισταθώ στη μάλλον εύκολη ιδέα της αποδοχής του εαυτού ως απώτερου στόχου. Σε ζητήματα ταυτότητας και ενσωμάτωσης, συχνά βλέπουμε αυτό το είδος της κάπως ανόητης φανταστικής πλοκής όπου, με το κούνημα ενός μαγικού ραβδιού, οι χαρακτήρες ξαφνικά αποδέχονται τον εαυτό τους. Σε ιστορίες υιοθεσίας, ίσως σκεφτόμαστε ότι η συνάντηση με τους βιολογικούς γονείς θα μπορούσε να επουλώσει την πληγή. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που έχω ακούσει εγώ, αυτή η συνάντηση τείνει να είναι η στιγμή που αρχίζουν όλα τα προβλήματα.

Ο θυμός της Φρέντι προήλθε εν μέρει από την ανάγκη της να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην ίδια και στους ανδρικούς χαρακτήρες. Είχα δημιουργήσει μια πρωταγωνίστρια που ήταν ενδεχομένως πιο παραδοσιακή από άποψη εμφάνισης. Αυτό μπλόκαρε την ηθοποιό, Παρκ Τζι-Μιν, που το είδε αμέσως ως ανδρική ματιά. Οπότε μαζί της και με την υπεύθυνη κοστουμιών Κλερ Ντιμπιέν, σκεφτήκαμε πολύ το στυλ του χαρακτήρα. Τελικά σκεφτήκαμε τη Furiosa στο Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής του Τζορτζ Μίλερ. Σταδιακά, η Φρέντι έγινε μια πολεμίστρια που δεν φοβάται να εκφράσει το θυμό της. Συχνά είναι αυτός που της επιτρέπει να απελευθερωθεί. Με το να αντιστέκεται, να δημιουργεί αναστάτωση, υποχρεώνει τους ανθρώπους να αναθεωρήσουν τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα. Τη βλέπω ως ένα είδος εκπροσώπου του χάους, που αναζητά τη ζωτικότητα και την αλλαγή που πηγάζει από αυτό. Είναι μοναχική και αντιμετωπίζει τους φόβους και τα άγχη της. Επίσης, ήθελα κι εγώ ο ίδιος να απομακρυνθώ από αυτό που έχει συνηθίσει κανείς σχετικά με το πώς αντιπροσωπεύονται οι ασιατικοί γυναικείοι χαρακτήρες στο σινεμά. Συχνά μας παρουσιάζεται ο εσωτερικός κόσμος λεπτεπίλεπτων ηρωίδων, ενώ σε αυτή την περίπτωση έχουμε έναν εκρηκτικό χαρακτήρα που δεν είναι απλώς ένα καλό κορίτσι, και που πάει κόντρα στο ρεύμα."

0 comments