Λας Βέγκας των '90s ή Ελληνική επαρχία του σήμερα; Έχεις ξεχάσει που ακριβώς θες να πας...

 


Σε μια "φτωχή" κινηματογραφικά εβδομάδα (μόλις 4 καινούριες ταινίες), για τα δεδομένα που μας έχει συνηθίσει η ντόπια διανομή από τότε που άνοιξαν τις πόρτες τους τα θερινά σινεμά, οι δύο εμπορικοί τίτλοι που έκαναν πρεμιέρα την Πέμπτη είχαν την ανάλογη υποδοχή, αφού το πολυαναμενόμενο και υπέρλαμπρο "Elvis" του Μπαζ Λούρμαν έκοψε τον ικανοποιητικό αριθμό των 16,768 εισιτηρίων πανελλαδικά το τετραήμερο που μας πέρασε. Στην τρίτη θέση του Ελληνικού Box Office δε, βρέθηκε το θρίλερ Τρόμου "Νεκρό Τηλέφωνο" που είδαν 10.000 θεατές αντίστοιχα.

Εδώ βέβαια, θα επιχειρήσω να καταπιαστώ με τις άλλες δύο ταινίες της εβδομάδας, ξεκινώντας με την επανέκδοση του αριστουργήματος που ακούει στο όνομα "Αφήνοντας το Λας Βέγκας" και συνεχίζοντας με μια ακόμα φιλόδοξη εγχώρια παραγωγή, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο πιο πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, την "Αγέλη Προβάτων".

Αφήνοντας το Λας Βέγκας


O Μπεν είναι ένας αλκοολικός που φτάνει στο Λας Βέγκας έχοντας ήδη έχει χάσει τη δουλειά του και όλα του τα υπάρχοντα. Τελευταία του επιθυμία είναι να πεθάνει μέσα σε τέσσερις εβδομάδες καταναλώνοντας απίστευτες ποσότητες αλκοόλ. Εκεί γνωρίζει τη Σέρα, μια πόρνη. Ερωτεύονται κι αποφασίζουν να μείνουν μαζί. Ο μοναδικός όρος είναι να μην του ζητήσει ποτέ να κόψει το ποτό, κάτι στο οποίο εκείνη αρχικά συμφωνεί. 

Ο κατά βάση μουσικός Μάικ Φίγκις δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει το ταβάνι που έθεσε ο ίδιος για τον εαυτό του στα τέλη της δεκαετίας του 80, όταν και άρχισε να θεωρείται ένα από τα πιο ανερχόμενα ονόματα του νεοσύστατου Βρετανικού New Wave. Κατάφερε όμως και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία να παραδώσει στο κοινό ένα κινηματογραφικό ποίημα γεμάτο πόνο και ειλικρίνεια. Η ταινία που χάρισε στον πιο μιμ ηθοποιό του πλανήτη, ακα Νίκολας Κέιτζ, το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου καταπιάνεται μ' ένα Λας Βέγκας διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουμε, το οποίο είναι ένα απάνθρωπο μέρος γεμάτο με φωτεινές επιγραφές που επιχειρεί να ρουφήξει τις μοναχικές ψυχές.

Με το που αρχίζει η ταινία, καταλαβαίνουμε πως η ζωή του Μπεν είναι βουτηγμένη στα σκατά. Η οικογένεια του τον έχει αφήσει εξαιτίας του αλκοολισμού του και αυτός τριγυρνάει σαν ένα κάτασπρο ζόμπι έχοντας το μυαλό του μονίμως στο ποτό. Σαν να μην έφτανε αυτό, θα απολυθεί από τη δουλειά του, αφού δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις και αφού κάψει τα υπάρχοντα του θα μετακομίσει στο Λας Βέγκας, έχοντας στόχο να πιει μέχρι θανάτου. Το πρώτο βράδυ του στην πόλη, ενώ περιπλανιέται όντας χαμένος στις σκέψεις του θα συναντήσει μια γοητευτική πόρνη τη Σέρα, την οποία θα προσκαλέσει στο δωμάτιο του μοτέλ όπου και μένει με σκοπό να κάνουν σεξ. Αυτό θα αποδειχτεί αδύνατο βέβαια, αφού ο Μπεν είναι λιώμα από το ποτό και θα καταλήξουν να συνομιλούν μέχρι να αποκοιμηθούν.

Στη συνέχεια θα γνωριστούν καλύτερα, θα ερωτευτούν και θα μετακομίσουν μαζί βρίσκοντας με αυτόν τον τρόπο ένα καταφύγιο και κάποιο νόημα ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, έστω κι αν αυτό είναι προσωρινό. Θα προσπαθήσουν να αποδράσουν κιόλας, σε μεταφορικό και κυριολεκτικό επίπεδο, χωρίς όμως να μπορέσουν να αποφύγουν το αναπόφευκτο....

Ο Νίκολας Κέτζ παραδίδει ίσως την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, ως άλτερ ίγκο του Τζον Ο' Μπράιεν, ο οποίος αυτοκτόνησε μόλις πούλησε τα δικαιώματα του βιβλίου στο οποίο και βασίστηκε η ταινία. Απέναντι του η επίσης καταπληκτική Ελίζαμπεθ Σου με την οποία συνθέτουν ένα καταπληκτικό δίδυμο, που κουβαλάει στους ώμους του, τούτο το σκληρό φιλμ, που καταπιάνεται με τη σκοτεινή μεριά της Αμερικής και τα απόνερα του πολυπόθητου μεγάλου ονείρου που τείνουν να την πνίξουν. 

Στην ουσία λειτουργεί σαν ένα μονοπάτι, όπως και η πορεία του Μπεν, προς τη λύτρωση, χαρίζοντας μας παράλληλα μερικές από τις πιο σπουδαίες στιχομυθίες στην ιστορία του σύγχρονου σινεμά, αλλά και ένα φινάλε, γροθιά στο στομάχι και ρομαντικότερο των ρομαντικών...

Αγέλη Προβάτων


Ο Θανάσης αδυνατεί να ξεπληρώσει το χρέος του στον Στέλιο. Όταν μαθαίνει πως κι ο Αποστόλης βρίσκεται στην ίδια θέση, του ζητά να συμμαχήσουν για να πετύχουν μια καλύτερη συμφωνία. Κι ενώ βρίσκει κι άλλους πρόθυμους να τον ακολουθήσουν, δύο νεαροί μικροεγκληματίες φτάνουν στην πόλη για να εκφοβίσουν αυτούς που χρωστούν στον τοκογλύφο.

Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι ότι ο Δημήτρης Λάλος είναι χρεωμένος ως το κόκαλο. Στην προσπάθεια του να διαπραγματευτεί το χρέος του θα ενώσει τις δυνάμεις του με τον Άρη Σερβετάλη -που παραδίδει ίσως την καλύτερη κινηματογραφική ερμηνεία του- και θα φτιάξουν μια ομάδα με σκοπό να διεκδικήσουν τα δίκια τους. Η κατάσταση βέβαια βγαίνει εκτός ελέγχου πάρα πολύ γρήγορα. Δοκιμασμένη συνταγή ελληνικής επαρχίας και των δεινών που τη συνοδεύουν, αλλά η ταινία δεν πηγαίνει μακριά. Και είναι κρίμα αυτό, γιατί ξεκινάει φουριόζα και απίστευτα ελπιδοφόρα. Μετά τη μέση ,όμως, φαίνεται να ξεμένει από ιδέες και να επαναλαμβάνεται. Στα θετικά η φωτογραφία και η σκηνοθετική ματιά/οπτική του Κανελλόπουλου(καρμικό να γίνεις σκηνοθέτης με τέτοιο όνομα) που ξεχωρίζει. Μακάρι να ταξιδέψει πάντως, αφού στη Θεσσαλονίκη έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της.

Αυτά τα λίγα και περιεκτικά έγραφα το Νοέμβριο με αφορμή την προβολή της ταινίας στο Φ.Θ και την προβολή της εκεί και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί εδώ μιλάμε για μια ακόμα φιλόδοξη (από τις πολλές των τελευταίων 2-3 χρόνων) ελληνική ιδέα που θα μπορούσε να εξελιχθεί πολύ καλύτερα. Δεν έχουμε συχνά τη δυνατότητα εξάλλου, να βλέπουμε ένα σύγχρονο γουέστερν που εξελίσσεται στη δοξασμένη Ελληνική επαρχία και κλείνει το μάτι σε διάφορους σύγχρονους Έλληνες κινηματογραφιστές και το έργο τους. 

Πιο συγκεκριμένα είναι άκρως εντυπωσιακό το γεγονός πως η ταινία ξεκινάει τόσο δυναμικά που σε προϊδεάζει για κάτι σπουδαίο, αλλά τελικά οι σεναριακές αδυναμίες και η ανακύκλωση στερεοτύπων την προδίδουν και ξεμένει από δυνάμεις λίγο μετά τη μέση, δίχως να μπορεί να σώσει την παρτίδα.

Στα θετικά της συγκαταλέγονται σίγουρα ο Δημήτρης Λάλος, που παρουσιάζεται εδώ ερμηνευτικά ίσως πιο ώριμος από ποτέ, αλλά και ο Άρης Σερβετάλης που αν και έχει έναν crowd pleaser ρόλο, είναι απολαυστικότατος. Για το τέλος αξίζει να σημειωθεί η δουλειά που έκανε ο Στέλιος Πίσσας με τη φωτογραφία της ταινίας, η οποία της προσδίδει ξεκάθαρη οπτική ταυτότητα.

0 comments